-
1 σκάφανδρο
[скафацдро] ουσ. о. скафандр.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκάφανδρο
-
2 космонавт
космонавт м о αστροναύτης, о κοσμοναύτης· костюм (скафандр) \космонавта η στολή ( το σκάφανδρο) του κοσμοναύτη* * *мο αστροναύτης, ο κοσμοναύτηςкостю́м (скафа́ндр) космона́вта — η στολή (το σκάφανδρο) του κοσμοναύτη
-
3 скафандр
-
4 скафандр
το σκάφανδροводолазный - του δύτη, η στολή του δύτη- космический автономный (для выхода в открытый космос) η αυτόνομη διαστημική στολή (για δραστηριότητες έξω από το σκάφος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скафандр
-
5 водолазный
водолаз||ныйприл καταδυτικός:\водолазныйный колокол ὁ καταδυτικός κώδων, ἡ καταδυτική μηχανή· \водолазныйный костюм τό σκάφανδρο. -
6 скафандр
скафандрм τό σκάφανδρο[ν]. -
7 скафандр
[σκαφάνντρ] ουσ. α. σκάφανδρο -
8 скафандр
[σκαφάνντρ] ουσ α σκάφανδρο -
9 водолазный
επ.του δύτη•водолазный костюм το σκάφανδρο.
См. также в других словарях:
σκάφανδρο — Βλ. λ. δύτης. * * * το, Ν 1. τεχνολ. βαριά συσκευή ατομικής κατάδυσης συνδεόμενη με την επιφάνεια με λώρο διά μέσου τού οποίου χορηγείται ο απαιτούμενος για την αναπνοή τού δύτη αέρας 2. φρ. α) «αυτόνομο σκάφανδρο» τεχνολ. φορητή αναπνευστική… … Dictionary of Greek
σκάφανδρο — το ειδική συσκευή που φορούν οι δύτες: Φόρεσε το σκάφανδρο και βούτηξε στη θάλασσα για σφουγγάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… … Dictionary of Greek
κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… … Dictionary of Greek
μηχανοκάικο — το ψαρόβαρκα που φέρει ειδική αντλία μέσω τής οποίας εφοδιάζεται με αέρα το σκάφανδρο τού δύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + καΐκι] … Dictionary of Greek
βουτηχτής — ο πληθ. άδες και ές, θηλ. βουτήχτρα 1. ο δύτης χωρίς σκάφανδρο: Οι βουτηχτάδες από την Κάλυμνο ήταν περίφημοι. 2. κλέφτης: Ήταν σεσημασμένος βουτηχτής πορτοφολιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)